-
1 κερ οῦχος
κερ οῦχος, Hörner habend, gehörnt. – Bes. κάλως, = κεραιοῦχος, κερουλκός, ein Tau an der Segelstange.
-
2 κερ οῦχος
См. также в других словарях:
κερουχίς — κερουχίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. κερούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερ ούχος* + κατάλ. ίς, πρβλ. εν υδρ ίς, εχιν ίς] … Dictionary of Greek